- φωτιστικός
- -ή, -ό / φωτιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φωτίζω]αυτός που έχει την ιδιότητα να φωτίζει, να παρέχει φωςνεοελλ.1. αυτός που χρησιμοποιείται για την παροχή φωτός («φωτιστικό πετρέλαιο»)2. το ουδ. ως ουσ. το φωτιστικόκάθε αντικείμενο με πηγή φωτός, το οποίο χρησιμεύει για τον φωτισμό ενός κλειστού χώρου3. φρ. «φωτιστική συσκευή» — το φωτιστικόαρχ.εκκλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να παρέχει πνευματικό φως («τὴν ἁγιαστικὴν καὶ φωτιστικὴν ζωήν», Αθανάσ.).επίρρ...φωτιστικώς / φωτιστικῶς, ΝΜ, και φωτιστικά Ννεοελλ.από την άποψη τού φωτισμούμσν.με πολύ φως.
Dictionary of Greek. 2013.